- σκυλακοδρόμος
- -ον, Αφρ. «σκυλακοδρόμος ὥρα» — η εποχή τών κυνικών καυμάτων, τής πολύ μεγάλης ζέστης, τού καύσωνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλαξ, -ακος «μικρός σκύλος» + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. ἱππο-δρόμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.